Μοισαῖος

Μοισαῖος
Μοισαῑος
1 of the Muses

σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων N. 8.47

δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (Heyne: Μοισέων codd.) I. 6.2 ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (cf. Πα. 7B. 14) I. 8.61

Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον Pae. 9.39


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μοισαίος — Μοισαῑος, αία, ον (Α) (αιολ. τ.) βλ. Μούσειος …   Dictionary of Greek

  • μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”